μικροθεμελίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροθεμελίωση | οι | μικροθεμελιώσεις |
γενική | της | μικροθεμελίωσης | των | μικροθεμελιώσεων |
αιτιατική | τη | μικροθεμελίωση | τις | μικροθεμελιώσεις |
κλητική | μικροθεμελίωση | μικροθεμελιώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροθεμελίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροθεμελίωση θηλυκό
- μακροοικονομική ανάλυση στηριζόμενη στη μικροοικονομική ανάλυση της συμπεριφοράς μεμονωμένων πρακτόρων, όπως τα νοικοκυριά ή οι εταιρείες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροθεμελίωση
|