μικροκατεργάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροκατεργάρης η μικροκατεργάρα το μικροκατεργάρικο
      γενική του μικροκατεργάρη της μικροκατεργάρας του μικροκατεργάρικου
    αιτιατική τον μικροκατεργάρη τη μικροκατεργάρα το μικροκατεργάρικο
     κλητική μικροκατεργάρη μικροκατεργάρα μικροκατεργάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροκατεργάρηδες οι μικροκατεργάρες τα μικροκατεργάρικα
      γενική των μικροκατεργάρηδων των μικροκατεργάρικων
    αιτιατική τους μικροκατεργάρηδες τις μικροκατεργάρες τα μικροκατεργάρικα
     κλητική μικροκατεργάρηδες μικροκατεργάρες μικροκατεργάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροκατεργάρης < μικρο- + κατεργάρης

Επίθετο[επεξεργασία]

μικροκατεργάρης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]