μικροκρύσταλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μικροκρύσταλλος | οι | μικροκρύσταλλοι |
γενική | του | μικροκρύσταλλου & μικροκρυστάλλου |
των | μικροκρύσταλλων & μικροκρυστάλλων |
αιτιατική | τον | μικροκρύσταλλο | τους | μικροκρύσταλλους & μικροκρυστάλλους |
κλητική | μικροκρύσταλλε | μικροκρύσταλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροκρύσταλλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microcrystal[1] < αρχαία ελληνική μικρός + κρύσταλλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροκρύσταλλος αρσενικό
- (χημεία, ορυκτολογία)[1] μικροσκοπικός κρύσταλλος (που μπορεί να τον δει κάποιος μόνο με μικροσκόπιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροκρύσταλλος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 μικροκρύσταλλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)