μικρολεπτομέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολεπτομέρεια < μικρο- + λεπτομέρεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρολεπτομέρεια θηλυκό
- μια μικρή ή ασήμαντη λεπτομέρεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολεπτομέρεια