μικρολεωφορείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρολεωφορείο τα μικρολεωφορεία
      γενική του μικρολεωφορείου των μικρολεωφορείων
    αιτιατική το μικρολεωφορείο τα μικρολεωφορεία
     κλητική μικρολεωφορείο μικρολεωφορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρολεωφορείο < μικρο- + λεωφορείο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική microbus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.kɾo.le.o.foˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐λε‐ω‐φο‐ρεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Μικρολεωφορείο σε δρόμο της Αθήνας

μικρολεωφορείο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Θεωρητική εξέταση υποψηφίων οδηγών λεωφορείων, Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, 1999