μικρολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολογώ < αρχαία ελληνική μικρολογέω / μικρολογέομαι < μικρολόγος < μικρός + λόγος
Ρήμα[επεξεργασία]
μικρολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολογώ
|