μικρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολόγος < αρχαία ελληνική μικρολόγος < μικρός + λέγω
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρολόγος
- που κάνει θέμα μηδαμινά ζητήματα, που γίνεται μικροπρεπής, συζητεί μικρότητες, ασημαντότητες, κουτσομπολιά, με πινελιά κακίας
- Υπάρχουν σοβαρά θέματα και εσύ γίνεσαι μικρολόγος και κατεβάζεις το επίπεδο της συζήτησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολόγος