μικροναυπηγική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροναυπηγική | οι | μικροναυπηγικές |
| γενική | της | μικροναυπηγικής | των | μικροναυπηγικών |
| αιτιατική | τη | μικροναυπηγική | τις | μικροναυπηγικές |
| κλητική | μικροναυπηγική | μικροναυπηγικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροναυπηγική < μικροναυπηγ(ός) + -ική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.kɾo.naf.pi.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐ναυ‐πη‐γι‐κή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροναυπηγική θηλυκό
- η τέχνη του μικροναυπηγού, της κατασκευής μακετών πλοίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροναυπηγική
|
|