μικροοικοδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροοικοδόμηση | οι | μικροοικοδομήσεις |
γενική | της | μικροοικοδόμησης* | των | μικροοικοδομήσεων |
αιτιατική | τη | μικροοικοδόμηση | τις | μικροοικοδομήσεις |
κλητική | μικροοικοδόμηση | μικροοικοδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροοικοδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροοικοδόμηση < μικρο- + οικοδόμηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροοικοδόμηση θηλυκό
- η μικρής κλίμακας οικοδόμηση
- ※ Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει. (www.lifo.gr, 25.09.2017)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροοικοδόμηση
|