μικροοργανισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροοργανισμός οι μικροοργανισμοί
      γενική του μικροοργανισμού των μικροοργανισμών
    αιτιατική τον μικροοργανισμό τους μικροοργανισμούς
     κλητική μικροοργανισμέ μικροοργανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροοργανισμός < μικρόν + οργανισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροοργανισμός αρσενικό

  • ζωντανός οργανισμός, συνήθως μονοκύτταρος, με μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]