μικροπαραγοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροπαραγοντισμός < μικρο- + παραγοντισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροπαραγοντισμός αρσενικό
- ο παραγοντισμός που αφορά μικρές ή ασήμαντες παρεμβάσεις
- (μαθηματικά) πιθανολογική τεχνική για την προσέγγιση του καθολικού βέλτιστου μιας δεδομένης συνάρτησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενικός ορισμός
|