μικροπαραταξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροπαραταξιακός < μικρο- + παραταξιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροπαραταξιακός
- που αφορά μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα μιας (πολιτικής ή άλλης) παράταξης
- ※ Δυστυχώς ένα κρίσιμο, ευαίσθητο και μείζονος σημασίας θέμα, όπως αυτό της προστασίας και ασφάλειας των πολιτών, βλέπουμε να γίνεται για μια ακόμη φορά αντικείμενο μικροπολιτικής και μικροπαραταξιακής εκμετάλλευσης. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπαραταξιακός
|