μικροπρεπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μικροπρεπής | η | μικροπρεπής | το | μικροπρεπές |
γενική | του | μικροπρεπούς* | της | μικροπρεπούς | του | μικροπρεπούς |
αιτιατική | τον | μικροπρεπή | τη | μικροπρεπή | το | μικροπρεπές |
κλητική | μικροπρεπή(ς) | μικροπρεπής | μικροπρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μικροπρεπείς | οι | μικροπρεπείς | τα | μικροπρεπή |
γενική | των | μικροπρεπών | των | μικροπρεπών | των | μικροπρεπών |
αιτιατική | τους | μικροπρεπείς | τις | μικροπρεπείς | τα | μικροπρεπή |
κλητική | μικροπρεπείς | μικροπρεπείς | μικροπρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροπρεπής < αρχαία ελληνική μικροπρεπής
Επίθετο
[επεξεργασία]μικροπρεπής, -ής, -ές
- ο μικρόψυχος, που δεν έχει ανωτερότητα
- (ειδικότερα) αυτός που φέρεται σε άλλον με άκριτη σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μικροπρέπεια
- μικροπρεπώς
- → δείτε τις λέξεις μικρός και πρέπω