μικροπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει μικρό πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπρόσωπος
|
μικροπρόσωπος, -η, -ο
|