μικρορχιδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρορχιδία θηλυκό
- (ανατομία) η μικρότητα των όρχεων, συγγενής ή επίκτητη πάθηση (ατροφία)
- η επίκτητη μικρορχιδία μπορεί να οδηγήσει στη στείρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρορχιδία
|