μικρορχιδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρορχιδία οι μικρορχιδίες
      γενική της μικρορχιδίας των μικρορχιδιών
    αιτιατική τη μικρορχιδία τις μικρορχιδίες
     κλητική μικρορχιδία μικρορχιδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρορχιδία < μικρός < όρχεις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρορχιδία θηλυκό

  1. (ανατομία) η μικρότητα των όρχεων, συγγενής ή επίκτητη πάθηση (ατροφία)
    η επίκτητη μικρορχιδία μπορεί να οδηγήσει στη στείρωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]