μικροσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microscopie < αρχαία ελληνική μικρός + σκοπέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροσκοπία θηλυκό
- η εξέταση με οπτικό ή ηλεκτρονικό μικροσκόπιο
- Κανείς ωστόσο δεν θα φανταζόταν ότι μέσα στο ποτήρι με το παγωμένο περιεχόμενο «κολυμπάει» κυριολεκτικά ένα ρευστοποιημένο… έργο τέχνης! Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτουν οι εντυπωσιακές φωτογραφίες αλκοολούχων ποτών που ελήφθησαν με τη βοήθεια της μικροσκοπίας («Βουτιά» στα κοκτέιλ!, Το Βήμα, 26 Ιουλίου 2014 [1])
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροσκοπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)