μικροσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροσκόπηση | οι | μικροσκοπήσεις |
γενική | της | μικροσκόπησης* | των | μικροσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | μικροσκόπηση | τις | μικροσκοπήσεις |
κλητική | μικροσκόπηση | μικροσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microscopie < αρχαία ελληνική μικρός + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροσκόπηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροσκόπηση
|