μικροτεχνολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροτεχνολογία οι μικροτεχνολογίες
      γενική της μικροτεχνολογίας των μικροτεχνολογιών
    αιτιατική τη μικροτεχνολογία τις μικροτεχνολογίες
     κλητική μικροτεχνολογία μικροτεχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροτεχνολογία < μικρο- + τεχνολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροτεχνολογία θηλυκό

  • τεχνολογία με κάποιο χαρακτηριστικό που είναι μικρότερο σε διάσταση από ένα μικρόμετρο (10−6 μέτρα, ή 1μm)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]