μικροφυέστερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικροφυέστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικροφυέστερος

Επίθετο

[επεξεργασία]

μικροφυέστερος, -η, -ο

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροφυέστερος η μικροφυέστερη το μικροφυέστερο
      γενική του μικροφυέστερου της μικροφυέστερης του μικροφυέστερου
    αιτιατική τον μικροφυέστερο τη μικροφυέστερη το μικροφυέστερο
     κλητική μικροφυέστερε μικροφυέστερη μικροφυέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροφυέστεροι οι μικροφυέστερες τα μικροφυέστερα
      γενική των μικροφυέστερων των μικροφυέστερων των μικροφυέστερων
    αιτιατική τους μικροφυέστερους τις μικροφυέστερες τα μικροφυέστερα
     κλητική μικροφυέστεροι μικροφυέστερες μικροφυέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
  • «μικροφυής (-έστερος) » - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Επίθετο

[επεξεργασία]

μικροφυέστερος, -η, -ον

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μικροφυέστερος μικροφυεστέρ τὸ μικροφυέστερον
      γενική τοῦ μικροφυεστέρου τῆς μικροφυεστέρᾱς τοῦ μικροφυεστέρου
      δοτική τῷ μικροφυεστέρ τῇ μικροφυεστέρ τῷ μικροφυεστέρ
    αιτιατική τὸν μικροφυέστερον τὴν μικροφυεστέρᾱν τὸ μικροφυέστερον
     κλητική ! μικροφυέστερε μικροφυεστέρ μικροφυέστερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μικροφυέστεροι αἱ μικροφυέστεραι τὰ μικροφυέστερ
      γενική τῶν μικροφυεστέρων τῶν μικροφυεστέρων τῶν μικροφυεστέρων
      δοτική τοῖς μικροφυεστέροις ταῖς μικροφυεστέραις τοῖς μικροφυεστέροις
    αιτιατική τοὺς μικροφυεστέρους τὰς μικροφυεστέρᾱς τὰ μικροφυέστερ
     κλητική ! μικροφυέστεροι μικροφυέστεραι μικροφυέστερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μικροφυεστέρω τὼ μικροφυεστέρ τὼ μικροφυεστέρω
      γεν-δοτ τοῖν μικροφυεστέροιν τοῖν μικροφυεστέραιν τοῖν μικροφυεστέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές