μικροχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροχημεία < μικρο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microchemistry)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροχημεία θηλυκό
- (χημεία) υποκλάδος της χημείας που ασχολείται με την επεξεργασία μικρών ποσοτήτων ύλης (μικρότερες από ένα χιλιοστόγραμμο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Microscale chemistry στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροχημεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)