μικρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μικρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μικρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρό ουδέτερο

  1. (για ανθρώπους) → δείτε μικρό όνομα, το προσωπικό όνομα
     συνώνυμα: (για χριστιανούς:) το βαφτιστικό όνομα
  2. (γραμματική) το πεζό γράμμα
     αντώνυμα: κεφαλαίο
  3. το πολύ νεαρό παιδί ανθρώπου ή ζώου
  4. (μονάδα μέτρησης) άλλη μορφή του μικρόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μικρό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μικρό