μικρόνους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μικρόνους το μικρόνουν
      γενική του/της μικρόνου του μικρόνου
    αιτιατική τον/τη μικρόνου το μικρόνουν
     κλητική μικρόνους* μικρόνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόνοες τα μικρόνοα
      γενική των μικρονόων των μικρονόων
    αιτιατική τους/τις μικρόνοες τα μικρόνοα
     κλητική μικρόνοες μικρόνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρόνους < μικρό(νοια) + -νους (μικρό- + νους) αναδρομικός σχηματισμός κατά το άνοια - άνους [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈkɾo.nus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐νους

Επίθετο[επεξεργασία]

μικρόνους

  1. που έχει περιορισμένη διανοητική ικανότητα
  2. που έχει στενή αντίληψη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]