μιλέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιλέτι τα μιλέτια
      γενική του μιλετιού των μιλετιών
    αιτιατική το μιλέτι τα μιλέτια
     κλητική μιλέτι μιλέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιλέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ملت (έθνος) (τουρκική millet) + < αραβική مِلَّة (milla, ιδεολογία, κοινότητα)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈle.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐λέ‐τι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιλέτι ουδέτερο

  1. (ισλαμισμός) η θρησκεία η οποία κηρύχθηκε από τον Αβραάμ και άλλους προφήτες
  2. (ιστορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) αυτόνομη θρησκευτική κοινότητα, στην οποία ίσχυαν ξεχωριστοί νόμοι και η οποία διέθετε τον δικό της ηγέτη, υπεύθυνο για την τήρηση των καθηκόντων της κοινότητας ενώπιον της κεντρικής διοίκησης
  3. φυλή

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. millet - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.