μιλαίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιλαίδη | οι | μιλαίδες |
γενική | της | μιλαίδης | των | (μιλαιδών) |
αιτιατική | τη | μιλαίδη | τις | μιλαίδες |
κλητική | μιλαίδη | μιλαίδες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλαίδη < (λόγιο δάνειο) γαλλική milady < αγγλική my Lady δείτε τη Συζήτηση:μιλαίδη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈle.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐λαί‐δη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλαίδη θηλυκό (αρσενικό μιλόρδος)
- άλλη μορφή του μιλέδη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλαίδη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)