μιλιόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μιλιόρι | τα | μιλιόρια |
γενική | του | μιλιοριού | των | μιλιοριών |
αιτιατική | το | μιλιόρι | τα | μιλιόρια |
κλητική | μιλιόρι | μιλιόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλιόρι < αρωμουνική miljor + -ι < njior, υποκοριστικό του njel < λατινική agnellus < agnus + -ellus < πρωτοϊταλική *agʷnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂egʷnós
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈʎo.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐λιό‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλιόρι ουδέτερο (θηλυκό μιλιόρα)
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) (αρσενικό —ή / και θηλυκό—) προβατάκι, μικρό σε ηλικία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλιόρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)