μιμίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιμίδιο τα μιμίδια
      γενική του μιμιδίου
μιμίδιου
των μιμιδίων
    αιτιατική το μιμίδιο τα μιμίδια
     κλητική μιμίδιο μιμίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιμίδιο < μίμημα/μίμηση/μιμούμαι + -ίδιο < αγγλική meme: επινοήθηκε από τον Richard Dawkins στο βιβλίο του "The Selfish Gene" (Εγωιστικό γονίδιο) (1976). Συμπτυγμένο/συντμημένο (όπως το gene - γονίδιο) από το αρχικό mimeme < αρχαία ελληνική μίμημα ‎(απομίμηση, αντιγραφή) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιμίδιο ουδέτερο

(φιλοσοφία, συμπεριφορισμός, ψυχολογία)
  1. μονάδα πολιτισμικής πληροφορίας, επίκτητη μη ενστικτώδης πληροφορία
  2. ηθική και πολιτισμική μεταλαμπαδεύσιμη ιδέα ή συμπεριφορά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • meme στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • meme στο αγγλικό Βικιλεξικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]