μιμηλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μῑμηλο-
ονομαστική μιμηλός μιμηλή τὸ μιμηλόν
      γενική τοῦ μιμηλοῦ τῆς μιμηλῆς τοῦ μιμηλοῦ
      δοτική τῷ μιμηλ τῇ μιμηλ τῷ μιμηλ
    αιτιατική τὸν μιμηλόν τὴν μιμηλήν τὸ μιμηλόν
     κλητική ! μιμηλέ μιμηλή μιμηλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μιμηλοί αἱ μιμηλαί τὰ μιμηλᾰ́
      γενική τῶν μιμηλῶν τῶν μιμηλῶν τῶν μιμηλῶν
      δοτική τοῖς μιμηλοῖς ταῖς μιμηλαῖς τοῖς μιμηλοῖς
    αιτιατική τοὺς μιμηλούς τὰς μιμηλᾱ́ς τὰ μιμηλᾰ́
     κλητική ! μιμηλοί μιμηλαί μιμηλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μιμηλώ τὼ μιμηλᾱ́ τὼ μιμηλώ
      γεν-δοτ τοῖν μιμηλοῖν τοῖν μιμηλαῖν τοῖν μιμηλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιμηλός < αρχαία ελληνική μιμέομαι, μιμ- + -ηλός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < μῖμος

Επίθετο[επεξεργασία]

μιμηλός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που μιμείται
    ※  1ος αιώνας ΚΕ - Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀγησίλαος Ages. 2
    τῆς δὲ μορφῆς εἰκόνα μὲν οὐκ ἔχομεν (αὐτὸς γὰρ οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλὰ καὶ ἀποθνήσκων ἀπεῖπε “μήτε πλαστὰν μήτε μιμηλάν” τινα ποιήσασθαι τοῦ σώματος εἰκόνα),
    λείπει η μετάφραση
    ΣτΕ: ο Αγησίλαος (4ος αιώνας πΚΕ) ήταν κοντός και κουτσός. Έγινε βασιλιάς της Σπάρτης όταν ήταν περίπου 45 ετών. Στη φράση του, τα επίθετα ήταν σε δωρική διάλεκτο με άλφα: «πλαστάν» (πλαστήν) «μιμηλάν» (μιμηλήν)
  2. που τον μιμούνται

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μιμέομαι και μῖμος

Πηγές[επεξεργασία]