μινάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μινάρω < ιταλική minare < mina < υστερολατινική mina < γαλατική < πρωτοκελτική *mēnis (μετάλλευμα, μέταλλο)
Ρήμα[επεξεργασία]
μινάρω
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, κυριολεκτικά) ανοίγω υπόνομο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον, ραδιουργώ
- (παρωχημένο, αργκό, μεταφορικά) μαλακίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μινάρω
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοκελτική (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)