μινίστρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μινίστρος οι μινίστροι
      γενική του μινίστρου των μινίστρων
    αιτιατική τον μινίστρο τους μινίστρους
     κλητική μινίστρε μινίστροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μινίστρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική ministro < λατινική minister • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈni.stɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐νί‐στρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μινίστρος αρσενικό

  • (παρωχημένο) ο υπουργός
    ※  Ἐν τῇ σημερινῇ συνελεύσει τοῦ Βουλευτικοῦ σώματος, ἐπὶ ἀντιπροέδρου Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προὐβλήθη ἄν ὁ ἐνδοξότατος Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ἠμπορῇ νὰ τεθῇ εἰς τὴν ἐπιτροπείαν τοῦ Μινίστρου τῶν πολεμικῶν, καὶ ἐνεκρίθη ὁμοφώνως.
    Πρακτικά του Βουλευτικού, 16 Ιανουαρίου 1822 στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι εγκαταστάσεως της βασιλείας. εκ του τυπογραφείου Δ.Α. Μαυρομμάτη, Εν Αθήναις 1857, σελ. 1. Στο αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών
    ※  Ναὶ, κἄποιος μινίστρος, μέγας τόσον εἰς τὴν ἀξίαν, ὅσον εἰς πεῖρας, καὶ πολιτικὴν σοφίαν, τὴν γνώμην του τέλος πάντων σταθηρὰν νὰ ἔδειξεν, ὅτι κα'τ οὐδένα τρόπον ἠμποροῦν οἱ Μουσουλμάνοι, μὲ κανέναν δίκαιον τὶ ποτὲ ὀπίσω νὰ ζητήσουν, ὡς αἴτιοι τοῦ πολέμου, καὶ μάλιστα νενικημένοι ὄντες.
    Ἐφημερίς Nro.1 έν Βιέννῃ τῇ 31.Δεκεμβρίου 1790. στη Βικιθήκη
    ※  Χείλη μινίστρων πίδακες σοφισμάτων
    Ἀλφάβητον γ. στο Γιλβέρτου Ἰωνίνου, ἐκ τὴς ἑταιρίας τοῦ Ἰησοῦ, Ἀνθολογία ἱερὰ. βιβλίον α. Lugduni, Sumptibus Petri Bailli in vico Mercatorio MDCXXXIV (1634), σελ.33. @google books

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]