μινιμαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μινιμαλιστικός < μινιμαλισμός
Επίθετο[επεξεργασία]
μινιμαλιστικός
- ο σχετικός με τον μινιμαλισμό, την τάση να μένει κάποιος στον πυρήνα και στα ουσιωδη απορρίπτοντας το επιπλέον ως φορτίο και περιττό (τάση κυρίως καλλιτεχνική)
- ο σχετικός με το μινιμαλισμό στον τρόπο ζωής, τον απλό αντικαταναλωτικό τρόπος διαβίωσης και τις αντίστοιχες επιλογές
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μινιμαλιστικός