μινιμαλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μινιμαλιστικός η μινιμαλιστική το μινιμαλιστικό
      γενική του μινιμαλιστικού της μινιμαλιστικής του μινιμαλιστικού
    αιτιατική τον μινιμαλιστικό τη μινιμαλιστική το μινιμαλιστικό
     κλητική μινιμαλιστικέ μινιμαλιστική μινιμαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μινιμαλιστικοί οι μινιμαλιστικές τα μινιμαλιστικά
      γενική των μινιμαλιστικών των μινιμαλιστικών των μινιμαλιστικών
    αιτιατική τους μινιμαλιστικούς τις μινιμαλιστικές τα μινιμαλιστικά
     κλητική μινιμαλιστικοί μινιμαλιστικές μινιμαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μινιμαλιστικός < μινιμαλισμός

Επίθετο[επεξεργασία]

μινιμαλιστικός

  1. ο σχετικός με τον μινιμαλισμό, την τάση να μένει κάποιος στον πυρήνα και στα ουσιωδη απορρίπτοντας το επιπλέον ως φορτίο και περιττό (τάση κυρίως καλλιτεχνική)
  2. ο σχετικός με το μινιμαλισμό στον τρόπο ζωής, τον απλό αντικαταναλωτικό τρόπος διαβίωσης και τις αντίστοιχες επιλογές

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]