μινιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μινιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική mignon[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

μινιόν άκλιτο

  1. πολύ μικρός σε μέγεθος, μικρούτσικος
  2. (για λάμπες) μικρότερος από το κλασικό μέγεθος και με στενότερη βάση
  3. (για πρόσωπα) λεπτοκαμωμένος και χαριτωμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]