μινουέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μινουέτο τα μινουέτα
      γενική του μινουέτου των μινουέτων
    αιτιατική το μινουέτο τα μινουέτα
     κλητική μινουέτο μινουέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μινουέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική minuetto,[1] με απλοποίηση γραφής των δύο ⟨tt⟩. Δείτε και μενουέτο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.nuˈe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐νου‐έ‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μινουέτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]