μιραμπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιραμπό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιραμπό ουδέτερο άκλιτο

  • (παρωχημένο) είδος καπέλου
    ※  Γιατί μπορεί να ζει μες στην πολυτέλεια, αλλά ο αντάρτης του Θέρισου, όταν χρειάζεται, ξυπνάει μέσα του για να του σώσει, αυτός και μόνο αυτός, τη ζωή, Έχει αφήσει τα μιραμπό και τα επίσημα ημίψηλα. Φοράει κάθε μέρα το δίκοχο που θα σφραγίσει την εικόνα του σ'αυτή την τελευταία πράξη του πολιτικού του βίου (Αργύρης Ντινόπουλος, Το άδειο νυφικό: Ο απόκρυφος έρωτας του Ελευθέριου Βενιζέλου, 2013 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]