μισαναπηρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακολούθηση νεολογισμού • Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης • Αυτή η σελίδα μπήκε στην Κατηγορία Νεολογισμοί που χρειάζονται έλεγχο Παρατηρήσεις και υπογραφή: |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισαναπηρισμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Μορφολογικά αναλύεται σε (μισώ) μισ- + αναπηρισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.sa.na.pi.riˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σα‐να‐πη‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισαναπηρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η τάση να θεωρεί κάποιος τους αναπήρους κατώτερους και να τους οδηγεί σε αποκλεισμούς
- ※ Το ότι οι δημιουργοί κατά κανόνα δεν δίνουν ρόλους που έχουν χαρακτηριστικά γοητείας, ομορφιάς, έλξης κ.λπ. σε ανάπηρες ηθοποιούς δεν είναι επίσης μια έμμεση έκφανση μισαναπηρισμού; (08.01.2023)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισαναπηρισμός
|
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί που χρειάζονται έλεγχο (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μισ- από το μισώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)