μισανθρωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μισανθρωπία | οι | μισανθρωπίες |
γενική | της | μισανθρωπίας | των | μισανθρωπιών |
αιτιατική | τη | μισανθρωπία | τις | μισανθρωπίες |
κλητική | μισανθρωπία | μισανθρωπίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισανθρωπία[1] < μῖσος + ἄνθρωπος. Συγχρονικά αναλύεται σε μισ- (< μισώ) + άνθρωπ(ος) + -ία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.san.θɾoˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σαν‐θρω‐πί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισανθρωπία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισανθρωπία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μισανθρωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μισ- από το μισώ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)