μισθοτροφοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισθοτροφοδοσία < μισθός + -ο- + τροφοδοσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισθοτροφοδοσία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισθοτροφοδοσία
|