μισθωτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μισθωτήριον | τὰ | μισθωτήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μισθωτηρίου | τῶν | μισθωτηρίων | ||||
δοτική | τῷ | μισθωτηρίῳ | τοῖς | μισθωτηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μισθωτήριον | τὰ | μισθωτήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μισθωτήριον | μισθωτήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθωτηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μισθωτηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισθωτήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μισθω(τής) + -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μισθωτήριο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισθωτήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- τόπος προσλήψης μισθωτών εργατών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέταλλον
Πηγές[επεξεργασία]
- μισθωτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. μισθός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τήριον (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)