μισθωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισθωτός η μισθωτή το μισθωτό
      γενική του μισθωτού της μισθωτής του μισθωτού
    αιτιατική τον μισθωτό τη μισθωτή το μισθωτό
     κλητική μισθωτέ μισθωτή μισθωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισθωτοί οι μισθωτές τα μισθωτά
      γενική των μισθωτών των μισθωτών των μισθωτών
    αιτιατική τους μισθωτούς τις μισθωτές τα μισθωτά
     κλητική μισθωτοί μισθωτές μισθωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισθωτός < αρχαία ελληνική, μισθ(ός) + -ωτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

μισθωτός, -ή, -ό

αυτός που προσφέρει την εργασία του έναντι μισθού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]