μισθώσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μισθώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισθώνω
- θα μισθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισθώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μισθώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μίσθωση