μισθώτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισθώτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μισθωτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισθώτρια
|
μισθώτρια θηλυκό
|