μισιονάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισιονάριος οι μισιονάριοι
      γενική του μισιοναρίου των μισιοναρίων
    αιτιατική τον μισιονάριο τους μισιοναρίους
     κλητική μισιονάριε μισιονάριοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισιονάριος < (λόγιο δάνειο) λατινική missionarius[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.si.oˈna.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σι‐ο‐νά‐ρι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μισιονάριος αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μισιονάριοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)