Μετάβαση στο περιεχόμενο

μισογεμάτος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισογεμάτος η μισογεμάτη το μισογεμάτο
      γενική του μισογεμάτου της μισογεμάτης του μισογεμάτου
    αιτιατική τον μισογεμάτο τη μισογεμάτη το μισογεμάτο
     κλητική μισογεμάτε μισογεμάτη μισογεμάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισογεμάτοι οι μισογεμάτες τα μισογεμάτα
      γενική των μισογεμάτων των μισογεμάτων των μισογεμάτων
    αιτιατική τους μισογεμάτους τις μισογεμάτες τα μισογεμάτα
     κλητική μισογεμάτοι μισογεμάτες μισογεμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μισογεμάτος < μισογεμᾶτος. Συγχρονικά αναλύεται σε μισο- + γεμάτος[1][2][3].

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.so.ʝeˈma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισογεμάτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

μισογεμάτος, -η, -ο

Συνώνυμα / Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μισογεμάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μισογεμάτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. μισογεμάτος -  Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)