μισοπεθαμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]μισοπεθαμένος αρσενικό
- που είναι κατά το ήμισυ πεθαμένος, που έχει σχεδόν πεθάνει, ημιθανής
- ※ μισοπεθαμένος από την πείνα και την εξάντληση, πληγωμένος, και γεμάτος αίματα, είχε ξαπλωθεί σ' ένα χαντάκι για να πεθάνει. (Πηνελόπη Δέλτα , Μάγκας/Κεφάλαιο ΙΕ, Μάγκας, Κεφάλαιο ΙΕ, 1937)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοπεθαμένος