μισοτελειώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μισοτελειώνω
- αφήνω ανολοκλήρωτη μια εργασία, την φτάνω σχεδόν στο τέλος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισοτελειώνω
|