μισοτιμής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
μισοτιμής
- στη μισή από την κανονική αξία
- (μεταφορικά) πάρα πολύ φτηνά, σχεδόν τζάμπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισοτιμής
|