μισοτιμής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]μισοτιμής
- στη μισή από την κανονική αξία
- (μεταφορικά) πάρα πολύ φτηνά, σχεδόν τζάμπα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοτιμής
|
|