μισοψημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]μισοψημένος αρσενικό
- που είναι σχεδόν ψημένος, που δεν έχει ψηθεί καλά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοψημένος