μισοψημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μισοψημένος αρσενικό
- που είναι σχεδόν ψημένος, που δεν έχει ψηθεί καλά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισοψημένος
|