μισό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miˈso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σό
- ομόηχο: μισώ
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μισό | τα | μισά |
γενική | του | μισού | των | μισών |
αιτιατική | το | μισό | τα | μισά |
κλητική | μισό | μισά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μισό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μισός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (γενική έννοια)
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μισό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μισό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μισός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μισός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)