Μετάβαση στο περιεχόμενο

μοιράζομαι

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈɾa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοιράζομαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μοιράζομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος μοιράζω
    1. παθητικές σημασίες του μοιράζω
    2. εγώ και κάποιος άλλος παίρνουμε μερίδιο από το ίδιο πράγμα
        Η οικογένεια μοιράστηκε με τον ξένο το φτωχικό φαγητό.
    3. (μεταφορικά) έχω με κάποιον άλλον κοινές εμπειρίες
        Εμείς οι δυο μοιραστήκαμε τα ίδια βάσανα και τις ίδιες ελπίδες.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]