μοιραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιραίος < μοίρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μοιραίος
- ο προκαθορισμένος από τη μοίρα.
- Φαίνεται ότι ήταν μοιραίο να συναντηθούμε.
- ※ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!- Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ποίημα "Οι Μοιραίοι", τελευταίοι στίχοι 35‑36 @greek-language.gr
- αυτός που οδηγεί στην έκβαση μιας υπόθεσης.
- μοιραία απόφαση, μοιραίο λάθος.
- ο επικίνδυνος, ο θανατηφόρος
- μοιραίο ατύχημα
- επικίνδυνα ελκυστικός.
- μοιραία γυναίκα