μοιραρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοιραρχία θηλυκό
- το αξίωμα που έχει ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) η περιοχή στην οποία έχει δικαιοδοσία ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) το οίκημα όπου έχει την έδρα του ένας μοίραρχος ή (ειδικότερα) τα γραφεία της έδρας του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιραρχία
|